ὑφασμένων

ὑφασμένων
ὑ̱φασμένων , ὑφάζω
perf part mp fem gen pl
ὑ̱φασμένων , ὑφάζω
perf part mp masc/neut gen pl
ὑ̱φασμένων , ὑφαίνω
weave
perf part mp fem gen pl
ὑ̱φασμένων , ὑφαίνω
weave
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμπαρντίνα — και κα(μ)παρ(ν)τίνα και γκαμπαρντίνα, η 1. είδος αδιάβροχου, πυκνού, μάλλινου υφάσματος που χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή αδιάβροχων πανωφοριών 2. κάθε ποικιλία μάλλινων, βαμβακερών ή μεταξωτών υφασμάτων, πυκνά υφασμένων, με ύφανση διαγώνια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”